- άφολκος
- ἄφολκος, -ον (Α)λιποβαρής, ελαφρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ολκός, ο («μηχανή με την οποία σύρονταν πλοία στην ξηρά, κυματισμός, βάρος») < έλκω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφολκότερον — ἄφολκος not having weight adverbial comp ἄφολκος not having weight masc acc comp sg ἄφολκος not having weight neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)